schema:text
| - Από το 2016, εξαιρετικά μεγάλη διάδοση στο ελληνικό διαδίκτυο έχει γνωρίσει μια λίστα περικοπών σε μισθούς και προνόμια πολιτικών προσώπων, που συνοδεύεται από τον ισχυρισμό ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει 2.5 δις ευρώ το μήνα, και έτσι, να αντικαταστήσει μέτρα λαϊκής λιτότητας. Στην πραγματικότητα όμως, το ποσό που θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με αυτόν τον τρόπο, είναι εκατοντάδες φορές χαμηλότερο.
Παραδείγματα σχετικών αναρτήσεων στο Facebook:
Η αρχική ανάρτηση εμφανίζει περισσότερες από 56 χιλιάδες κοινοποιήσεις, με πολλές εντός του 2023:
Υπόβαθρο ισχυρισμού
Στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομικής κρίσης, το ελληνικό κράτος χρειάστηκε να συμβιβαστεί με ορισμένους όρους (μνημόνια), ώστε να μπορέσει να δανειστεί αρκετά χρήματα για να συντηρήσει τη λειτουργία και να καλύψει τις τρέχουσες οφειλές του. Οι όροι αυτοί αφορούσαν τόσο μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του κράτους, όσο και άμεση εξασφάλιση οικονομικού κεφαλαίου, που εκφράστηκε μέσω αυξήσεων στη φορολογία και περικοπών μισθών και συντάξεων.
Η έννοια των ισοδύναμων μέτρων, που σκοπό είχαν να καλύψουν το απαιτούμενο κεφάλαιο με πιο κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, κατά την προεκλογική περίοδο του 2011. Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια, η επιλογή κατάλληλων ισοδύναμων αποδείχτηκε δύσκολη και οι τελικές αποφάσεις αμφιλεγόμενες από τις κοινωνικές ομάδες που δέχτηκαν το μεγαλύτερο βάρος των μέτρων.
Στις εν λόγω συνθήκες, η Ελλάδα γνώρισε μια άνοδο1Halikiopoulou, Daphne. “Economic Crisis, Poor Governance and the Rise of Populism: The Case of Greece.” Intereconomics, vol. 55, no. 1, 1 Jan. 2020, pp. 34-37, doi:10.1007/s10272-020-0866-4. σε διάφορα κινήματα λαϊκισμού, τα οποία πρέσβευαν ότι η οικονομική κρίση αποτελούσε αποκλειστική ευθύνη της «ελίτ», και ότι έτσι, η κρίση μπορούσε να αντιμετωπιστεί άμεσα και εύκολα με μέτρα που δε θα έθιγαν τον λαό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προέκυψαν και οι προτάσεις της επίμαχης δημοσίευσης, οι οποίες υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν 2.5 δις ευρώ μηνιαίως, ένα ποσό που ετησίως είναι σχεδόν τριπλάσιο του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού του 2015.
Ανάλυση του ισχυρισμού
Καθώς ο επίμαχος ισχυρισμός εξακολουθεί να αναπαράγεται, θα τον εξετάσουμε με τα πιο επικαιροποιημένα δεδομένα. Βασιζόμαστε σε σχετικό ενημερωτικό οδηγό που λαμβάνουν οι βουλευτές, τα στοιχεία του οποίου δημοσίευσε το protothema.gr, και επαληθεύουμε από αντίστοιχα στοιχεία του tovima.gr, μαζί με το βουλευτικό εκκαθαριστικό που πρόσφατα δημοσίευσε η Έλενα Ακρίτα.
Συνοπτικά, οι βουλευτές λαμβάνουν 5,135€ μηνιαίο μισθό μικτά, καθώς και 75€ ανά συνεδρίαση που συμμετέχουν. Χρειάζεται να σημειωθεί ότι μέχρι και η πλειοψηφία του μισθού δίνεται σε κρατήσεις, φόρους, ΕΦΚΑ και υπέρ του εκάστοτε κόμματος, παράγοντες που πάντως δε λαμβάνουμε υπόψη στο παρόν άρθρο.
Οι βουλευτές διαθέτουν ακόμη μια σειρά από παροχές, όπως επίδομα γραφείου, ταχυδρομείου, έξοδα κίνησης, σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, οχήματος και διαμονής. Συνεπώς, το σύνολο των αποδοχών πριν τις κρατήσεις, μπορεί να φτάσει και τις 20 χιλιάδες ευρώ το μήνα σε αξία. Ο κάθε βουλευτής δικαιούται επίσης κάποιους επιστημονικούς συνεργάτες και αποσπασμένους υπαλλήλους, παράγοντες που όμως δεν αναφέρονται στον επίμαχο ισχυρισμό και επίσης δε λαμβάνουμε υπόψη στο παρόν άρθρο.
Στο πλαίσιο του επίμαχου ισχυρισμού, υποθέτουμε ότι οι βουλευτές θα εισπράττουν μόνο 1,500€ μικτά το μήνα, χάνοντας κάθε άλλη παροχή και εισόδημα. Οι ακριβείς υπολογισμοί είναι σύνθετοι, καθώς παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στο εισόδημα ανάλογα με την περιφερειακή ενότητα απ’ όπου εκλέχτηκε ο εκάστοτε βουλευτής, ωστόσο, όπου χρειάζεται ορίζουμε νούμερα μέσων όρων που προληπτικά τείνουν να υπερτιμούν, παρά να υποτιμούν το πραγματικό κόστος.
Οι αναλυτικές μετρήσεις βρίσκονται στο εξής υπολογιστικό φύλλο, με ορισμένες επιπλέον διευκρινίσεις στα κελιά που φέρουν μαύρο στίγμα. Συνολικά, οι αναφερόμενες περικοπές από τους εν ενεργεία βουλευτές, θα αντιστοιχούσαν σε 34 εκατομμύρια ευρώ το έτος.
Η επόμενη κατηγορία περικοπών, αφορά το 50% των συντάξεων των πρώην βουλευτών. Σε αυτή τη περίπτωση, δε διαθέτουμε επικαιροποιημένα στοιχεία, ωστόσο, τα στοιχεία που είχαν δημοσιευτεί από το Δεκέμβριο του 2015, έκαναν λόγο για μέση σύνταξη στα 2,118€ μικτά ανά μήνα, που για όλους τους ωφελούμενους, αντιστοιχούν σε 19.2 εκατομμύρια ευρώ το έτος. Εντός του 2016 εφαρμόστηκε το νέο ασφαλιστικό σύστημα Κατρούγκαλου, που μείωσε το ποσό, και κατήργησε τις διακριτές βουλευτικές συντάξεις για όσους εξελέγησαν μετά τον Ιανουάριο του 2016. Έτσι, οι βουλευτές των τελευταίων ετών υπάγονται στο ίδιο πρόγραμμα συνταξιοδότησης που αφορά όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, το οποίο όμως τους εξασφαλίζει πιο περιορισμένα έσοδα, καθώς σπάνια διαρκεί η θητεία τους αντίστοιχα μακρύ διάστημα.
Συμπερασματικά, το κόστος των βουλευτικών συντάξεων του 2023 αναμένεται μικρότερο από αυτό του 2015, ωστόσο, σε προληπτικό πλαίσιο σύγκρισης λαμβάνουμε υπόψη το κόστος του 2015, που αντιστοιχεί σε κράτηση 9.6 εκατομμύρια ευρώ το έτος.
Τέλος, υπολογίζουμε τις περικοπές των επικεφαλής της τοπικής αυτοδιοίκησης (ΤΑ), όπου περιλαμβάνονται οι περιφερειάρχες, αντιπεριφερειάρχες, δήμαρχοι, αντιδήμαρχοι και πρόεδροι δημοτικών συμβουλίων. Ανάλογα με την περιφέρεια και τη θέση, οι μισθοί αυτοί κυμαίνονται από 1,282€ έως 4,275€ μηνιαίως, εξαιρουμένης της τελευταίας θέσης που δε λαμβάνουμε υπόψη, γιατί βρίσκεται σε κάθε περίπτωση κάτω από τα 1,200€. Έτσι, απ’ τις περικοπές της ΤΑ εξοικονομούνται άλλα 9.2 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Το συνολικό ποσό στο οποίο φτάνουμε, αντιστοιχεί σε 52.9 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Το ποσό αυτό είναι περί τις 567 φορές μικρότερο από αυτό του επίμαχου ισχυρισμού, και περί τις 195 φορές μικρότερο από το έλλειμμα του 2015. Όπως είπαμε, τα νούμερα είναι προσεγγιστικά, αλλά αναμφίβολα η διαφοροποίηση των δύο εξεταζόμενων ποσών, βρίσκεται στις εκατοντάδες φορές.
Στην παρακάτω εικόνα, βλέπουμε παραστατικά τη σύγκριση των ποσών. Διαπιστώνουμε ότι σε σχέση με τις ισχυριζόμενες, οι πραγματικές περικοπές είναι μηδαμινές, σε επίπεδο που μόλις και μετά βίας είναι διακριτή η γραμμή των πραγματικών περικοπών από τον οριζόντιο άξονα.
Το ιστορικό του αμφιλεγόμενου ζητήματος
Το ζήτημα της επιλογής του κατάλληλου επιπέδου των βουλευτικών αποδοχών, έχει τεθεί και στο παρελθόν σε άλλες χώρες. Το 2011, η Ιταλία σύστησε μια επιτροπή για τη σύγκριση των εγχώριων αποδοχών σε σχέση με χώρες του υπόλοιπου δυτικού κόσμου, και διαπίστωσε ότι οι δικές της παροχές ήταν από τις υψηλότερες, έως και 60% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντίστοιχοι προβληματισμοί έχουν προκύψει και εκτός του δυτικού κόσμου, όπως για παράδειγμα στη Νιγηρία κατά το 2015.
Όσον αφορά την Ελλάδα, σε έρευνα του Euronews προέκυψε ότι, με βάση τους μέσους μισθούς στα ευρωπαϊκά κράτη το 2010, οι βουλευτικοί μισθοί της Ελλάδας ήταν λίγο πάνω από το μέσο όρο, 2.7 φορές έναντι 2.5 του μέσου όρου. Ωστόσο, στην πιο πρόσφατη έρευνα του οργανισμού EOM το 2022, προέκυψε ότι η Ελλάδα πλέον βρισκόταν στις πρώτες ευρωπαϊκές θέσεις, με 5πλάσιο βουλευτικό μισθό έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου του 3.2. Ο ευρωπαϊκός δείκτης του παρακάτω πίνακα δεν αφορά τους εγχώριους βουλευτές για τους οποίους κάνουμε λόγο στο παρόν άρθρο, αλλά τους ευρωβουλευτές. Αιτία της αλλαγής, είναι η κατακόρυφη μείωση του μέσου ελληνικού μισθού κατά την κρίση, χωρίς ανάλογες μειώσεις στις απολαβές των βουλευτών.
Από την άλλη, όπως επισημαίνεται και στην έρευνα του EOM, οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών δε λαμβάνουν υπόψη τις κρατήσεις και τις υπόλοιπες παροχές των βουλευτών, συνεπώς, η κατάταξη των χωρών δεν είναι συμπεριληπτική.
Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν καταγραφεί ορισμένα σκάνδαλα κακοδιαχείρισης βουλευτικών παροχών στο δυτικό κόσμο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου το 2009. Ωστόσο, τέτοια περιστατικά καταγράφονται σπάνια, και οι εν λόγω παροχές είναι συνηθισμένες σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των πιο ανεπτυγμένων, πιο δημοκρατικών και λιγότερο διεφθαρμένων. Η λογική, όπως είδαμε και παραπάνω, είναι ότι οι παροχές των βουλευτών που διευκολύνουν το έργο τους, όπως για σχετικές μετακινήσεις και επικοινωνίες, είναι κατά τάξεις χαμηλότερες σε σχέση με την οικονομία της χώρας που αυτοί διαχειρίζονται, και συνεπώς, με ορθή χρήση, οι εν λόγω παροχές μπορούν να συνεισφέρουν κατά πολύ περισσότερο στην ευημερία της χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί και η υπόθεση ότι η αύξηση των μισθών των κρατικών αξιωματούχων, μπορεί να αποτελέσει αντιστάθμισμα απέναντι στη δωροδοκία, και έτσι, να οδηγήσει σε μείωση της διαφθοράς. Ωστόσο, στη βιβλιογραφία δεν έχει προκύψει ακόμη ένα ενιαίο συμπέρασμα για το κατά πόσο η υπόθεση είναι ακριβής στον πραγματικό κόσμο, καθώς το φαινόμενο φαίνεται να διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες του εκάστοτε περιβάλλοντος.2Ceschel, Federico, et al. “Public Sector Strategies in Curbing Corruption: A Review of the Literature.” Public Organiz. Rev., vol. 22, no. 3, 1 Sept. 2022, pp. 571-91, doi:10.1007/s11115-022-00639-4.3Dhillon, Amrita and Antonio Nicolò. “Law and Economic Development.” Moral Costs of Corruption: A Review of the Literature. Springer International Publishing, 2023, pp. 93-129, doi:10.1007/978-3-031-24938-9_5.
Σημειώνουμε, τέλος, ότι κατά την πανδημία της COVID-19 το 2020, προτάθηκε η προσωρινή κράτηση του 50% του μισθού των βουλευτών, εθελοντικά από τη ΝΔ και υποχρεωτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, για την υποστήριξη της δημόσιας υγείας. Όπως ορθά σημειώθηκε, η κίνηση αυτή δε μπορούσε από μόνη της να υποστηρίξει τα αναλογικά αχανή κόστη του συστήματος υγείας, αλλά ήταν συμβολική.
Συμπέρασμα
Δεν ισχύει ότι οι αναφερόμενες περικοπές αποδοχών σε πολιτικά πρόσωπα μπορούν να εξασφαλίσουν ποσό της τάξης των 2.5 δις ευρώ το μήνα. Το πραγματικό ποσό είναι εκατοντάδες φορές χαμηλότερο, και αντί να είναι τριπλάσιο του κρατικού ελλείμματος του 2015, καλύπτει κάτω από το 1% αυτού. Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι ελληνικές βουλευτικές απολαβές έχουν παραμείνει σε υψηλό επίπεδο σε σχέση με τη μείωση των μισθών λόγω κρίσης, ωστόσο όλα τα ευρωπαϊκά κράτη καλύπτουν παροχές όπως η διαμονή και μετακίνηση των βουλευτών. Καθώς η οικονομία της κάθε χώρας είναι κατά τάξεις μεγαλύτερη των παροχών αυτών, αναγνωρίζεται ότι η διευκόλυνση του κοινοβουλευτικού έργου, μπορεί να συνεισφέρει κατά πολύ περισσότερο στην ευημερία της χώρας.
|